αναφύομαι — βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
изницаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг. (греч. ἀναφύομαι) выхожу, выдаюсь, выказываюсь,… … Словарь церковнославянского языка
αναφύω — (Α) βλ. αναφύομαι … Dictionary of Greek
διεκτέλλω — (Α) αναφύομαι, βλαστάνω από κάπου … Dictionary of Greek
εξαναφύομαι — ἐξαναφύομαι (Α) αναφύομαι, ξεφυτρώνω από τη γη … Dictionary of Greek
ξαναφυτρώνω — αναβλαστάνω, αναφύομαι … Dictionary of Greek
ξεφυτρώνω — 1. (για φυτά) αναφύομαι, βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για άνθη) βγαίνω, ξεπετιέμαι, εκφύομαι («και αυτού ας ξεφυτρώνουν αιώνια τ άνθη», Κάλβ.) 3. μτφ. (για πρόσ.) εμφανίζομαι ξαφνικά και απροσδόκητα («από πού ξεφύτρωσες πάλι εσύ;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.… … Dictionary of Greek
παρουσιάζω — ΝΜΑ [παρουσία] νεοελλ. 1. επιδεικνύω, προσάγω ενώπιον κάποιου («παρουσίασα τα συμβόλαια») 2. εμφανίζω, κάνω φανερό κάτι (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παρουσιάζει βελτίωση» β. «ο τιμάριθμος παρουσιάζει συνεχή άνοδο») 3. οδηγώ κάποιον σε άλλον… … Dictionary of Greek
προαναθρώσκω — Α 1. πηδώ εκ τών προτέρων 2. μτφ. αναφύομαι, ξεπετιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναθρῴσκω «αναπηδώ, τινάζομαι προς τα πάνω»] … Dictionary of Greek
προσπηδώ — άω, Α 1. πηδώ προς κάτι ή πηδώ επάνω σε κάτι 2. μτφ. αναφύομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά («δόξα ψευδὴς προσεπήδησεν», Αππ.) … Dictionary of Greek